ἱππόδρομος

ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ,
A chariot-road,

λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330

.
2 race-course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱ.,= circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph.,

ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23

.
II [full] ἱπποδρόμος, , light horseman,

ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἱπποδρόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρόμος — chariot road masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόδρομος — chariot road masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — ο ιπποδρόμιο: Φαληρικός ιππόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱπποδρόμω — ἱππόδρομος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱππόδρομος chariot road masc gen sg (doric aeolic) ἱπποδρόμος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρόμοις — ἱππόδρομος chariot road masc dat pl ἱπποδρόμος chariot road masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρόμου — ἱππόδρομος chariot road masc gen sg ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποδρόμους — ἱππόδρομος chariot road masc acc pl ἱπποδρόμος chariot road masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποδρόμω — Ἱπποδρόμος masc nom/voc/acc dual Ἱπποδρόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”